(εν)νιά(η)μερα

(εν)νιά(η)μερα
(εν)νιά(η)μερα
τα
1. μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα από το θάνατο κάποιου: Ήμασταν στα εννιάμερα του μακαρίτη.
2. γιορτή που γίνεται εννιά ημέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλ. στις 23 Αυγούστου.
νιάμερα, τα και νιάμερα, τα και νιάημερα, τα και εννιάμερα, τα
μνημόσυνο την ένατη μέρα από το θάνατο κάποιου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρχιμηνιά — η (Μ ἀρχιμηνιά και νία) [αρχίμηνος] η πρώτη μέρα του μήνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”